• sözlük
  • dictionary
  • wörterbuch
  • çeviri
Genel Arama
Çeviri
Eski Arayüz
Web Arama
KELİME
     

Google Translate
KELİME
     
Dil Seçimi
»
|

İngilizce » Yunanca Yukarı
line Dinle! {laın}
  • {N} αράδα, γραμμή, σειρά, στίχος, είδος, σχοινί, σπάγγος
  • {V} καλύπτω εσωτερικώς, φοδράρω, χαρακώνω, γράφω γραμμές

İngilizce » Yunanca İlişkili Sonuçlar Yukarı
admission line
  • {N} γραμμή εισαγωγής
aerial line
  • {N} εναέρια γραμμή
assembly line
  • {N} τράπεζα συναρμολογήσεως, γραμμή συναρμολογήσεως
clothes line {'kləʋzlaın}
  • {N} σκοινί για άπλωμα ρούχων
coast line {'kəʋstlaın}
  • {N} ακτές, παραλία
colour line
  • {N} φυλετική διάκριση
communication line
  • {N} γραμμή επικοινωνίας
crooked line
  • {N} τεθλασμένη
demarcation line
  • {N} διαχωριστική γραμμή
dotted line
  • {N} διακεκομμένη γραμμή
draw the line
  • {ID} απαρνούμαι την εργασία
fishing line {'fıʃıŋ,laın}
  • {N} πετονιά
gob line
  • {A} υπότονος
hair line {'heərlaın}
  • {N} τριχοειδής γραμμή
life-line {'laıflaın}
  • {N} σωστικό σχοινί, γραμμή της ζωής
line of action
  • {N} γραμμή ενέργειας
line of credit
  • {N} πίστωση τραπεζική
line skew
  • {N} παρέκκλιση γραμμής
line up {'laın,ʌp}
  • {N} παράταξη
  • {V} παρατάσσω, διατάττω εις γραμμήν
on line mode
  • {N} κατάσταση άμεσης επικοινωνίας