• sözlük
  • dictionary
  • wörterbuch
  • çeviri
Genel Arama
Çeviri
Eski Arayüz
Web Arama
KELİME
     

Google Translate
KELİME
     
Dil Seçimi
»
|

İngilizce » Yunanca Yukarı
free Dinle! {fri:}
  • {A} ελεύθερος, ανέξοδος, απηλλαγμένος
  • {ADV} δωρεάν, τζάμπα
  • {V} ελευθερώνω

İngilizce » Yunanca İlişkili Sonuçlar Yukarı
admission free
  • {N} ελεύθερη είσοδος
carriage free
  • {N} ελεύθερο μεταφορικών
duty free {,du:tı'fri:}
  • {N} αφορολόγητος, αδασμολόγητος
duty free allowances
  • {N} που είναι χωρίς δασμό
free economy
  • {N} ελεύθερη οικονομία
free-handed {,fri:'hændıd}
  • {A} γενναιόδωρος
free press
  • {N} ελευθεροτυπία
free speech
  • {N} ελεύθερος λόγος
free ticket
  • {N} ελεύθερο εισητήριο
free will {'fri:,wıl}
  • {N} ελευθερία θέλησης
lead free
  • {A} αμόλυβδος
missile free
  • {A} απύραυλος, απυραυλοσμένος
nuclear free
  • {N} αποπυρηνικοποίηση
scot free {,skɒt'fri:}
  • {A} ατιμώρητος, αβλαβής, ατελώνιστος
set free
  • {V} ελευθερώνω, ελευθερώ
tax free {,tæks'fri:}
  • {A} αφορολόγητος
toll free {'təʋl,fri:}
  • {A} άνευ διόδιων