• sözlük
  • dictionary
  • wörterbuch
  • çeviri
Genel Arama
Çeviri
Eski Arayüz
Web Arama
KELİME
     

Google Translate
KELİME
     
Dil Seçimi
»
|

İngilizce » Yunanca Yukarı
bear Dinle! {beər}
  • {N} άρκτος, αρκούδα
  • {V} ανέχομαι, αντέχω, φέρω, υποφέρω, υποβαστάζω, κρατώ, κατέχω αξίωμα, αποκομίζω, υφίσταμαι, πιέζω, κατευθύνομαι

İngilizce » Yunanca İlişkili Sonuçlar Yukarı
Great Bear
  • {NPR} άρκτοσ: Μεγάλη Άρκτος
Lesser Bear
  • {NPR} άρκτοσ: Μικρή Άρκτος
Little Bear
  • {NPR} άρκτοσ: Μικρή Άρκτος
bear arm
  • {V} οπλοφορώ
bear away
  • {V} παίρνω, ποδίζω, πρυμνίζω
bear down
  • {V} καταβάλλω, φέρω κάτω
bear in mind
  • {ID} φέρω στο μυαλό
bear on
  • {V} έχω σχέση
bear oneself
  • {V} φέρομαι
bear out
  • {V} επιβεβαιώνω, γεννώ
bear up
  • {V} αντιμετωπίζω με θάρρος, ρεύμα από την επιφάνεια του νερού, φέρω πάνω
bear witness
  • {V} φέρω μαρτυρία
bear witness to
  • {V} αποδεικνύω
polar bear
  • {N} πολική άρκτος
root bear
  • {N} ποτό από ρίζας φυτών
she-bear {'ʃi:beər}
  • {N} θηλειά άρκτος
teddy bear {'tedı,beər}
  • {N} αρκουδάκι
white bear
  • {N} λευκή άρκτος