• sözlük
  • dictionary
  • wörterbuch
  • çeviri
Genel Arama
Çeviri
Eski Arayüz
Web Arama
KELİME
     

Google Translate
KELİME
     
Dil Seçimi
»
|

İngilizce » Yunanca Yukarı
faint-hearted {,feınt'hɑ:rtıd}
  • {A} δειλός, μικρόψυχος

İngilizce » Yunanca İlişkili Sonuçlar Yukarı
broken-hearted {,brəʋkən'hɑ:rtıd}
  • {A} καρδιαλγής
chicken-hearted {'tʃıkən,hɑ:rtıd}
  • {A} δειλός
cold-hearted {,kəʋld'hɑ:rtıd}
  • {A} σκληρός
faint Dinle! {feınt}
  • {N} λιποθυμία
  • {V} λιποθυμώ, σβήνω
half-hearted {,hæf'hɑ:rtıd}
  • {A} απρόθυμος, χωρίς ενθουσιασμό, με μισή καρδιά
hard-hearted Dinle! {,hɑ:rd'hɑ:rtıd}
  • {A} σκληρόκαρδος
kind-hearted {,kaınd'hɑ:rtıd}
  • {N} καλοκάγαθος
  • {A} καλόκαρδος
light-hearted {,laıt'hɑ:rtıd}
  • {A} αμέριμνος, εύθυμος, ανοιχτόκαρδος, άφροντις
open-hearted {'əʋpən,hɑ:rtıd}
  • {A} ανοικτόκαρδος, ανοιχτόκαρδος
single-hearted Dinle! {,sıŋgəl'hɑ:rtıd}
  • {A} ειλικρινής
soft-hearted {,sɔ:ft'hɑ:rtıd}
  • {A} συμπονετικός
stout-hearted {'staʋt,hɑ:rtıd}
  • {A} γεναιόκαρδος
stout-hearted man
  • {N} παλικάρι
tender-hearted {'tendər,hɑ:rtıd}
  • {A} καλόκαρδος, πονόψυχος
warm-hearted {,wɔ:rm'hɑ:rtıd}
  • {A} καλόκαρδος
weak-hearted
  • {A} με αδύνατη καρδιά
whole-hearted {,həʋl'hɑ:rtıd}
  • {A} εγκάρδιος, ειλικρινής